Реферат по предмету "Разное"


Κρατική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας (πρώην Λένιν)

ΚΕΝΤΡΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥΚρατική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας (πρώην Λένιν) 25 Οκτωβρίου 2007      Στις 23 Οκτωβρίου 2007 στην Κρατική Βιβλιοθήκη της Ρωσίας υπό την αιγίδα του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού και με την ευκαιρία της επετείου των 180 ετών από τη Nαυμαχία του Ναβαρίνου, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της έκθεσης «Το Ναυαρίνο στα αρχεία της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Ρωσίας», καθώς και επιστημονική ημερίδα με θέμα «Ναυαρίνο: 180 χρόνια από τη Ναυμαχία». Στην τελετή έναρξης της εκδήλωσης χαιρετισμό απηύθυνε η Α.Ε. ο Πρέσβυς της Ελλάδος στη Μόσχα κ. Ηλίας Κλής, ο Αναπληρωτής Δ/ντής Διεθνών και Εξωτερικών Οικονομικών Σχέσεων της Κυβέρνησης της Μόσχας κ. Π.Σ. Κούπρικωβ, ο Γενικός Δ/ντής της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Ρωσίας κ. Β.Β. Φιόντορωβ και η Διευθύντρια του Κέντρου Ελληνικού Πολιτισμού κα Θεοδώρα Γιαννίτση. Με την ευκαιρία της έκθεσης το Κ.Ε.Π., σε μια προσπάθεια να κληροδοτηθεί στις επόμενες γενιές το αρχειακό υλικό και τα σπάνια βιβλία που εκτίθενται στην έκθεση, κυκλοφόρησε κατάλογο, στον οποίο καταγράφονται τα βιβλία και το περιεχόμενό τους. Στα πλαίσια της έκθεσης, επίσης, εκτίθενται δημιουργίες Ελλήνων και Φιλελλήνων, εμπνευσμένες από την ελληνική θεματική, γλυπτά του Ρώσου γλύπτη κ. Βίκτωρα Ντούντνικ καθώς και δημιουργίες από πορσελάνη του κ. Μπορίς Μπάμπιτς-Μαρινάκη και της κας Μαρίας Πομπεγκάιλο-Καπετανίδη. Η Δρ. Γιαννίτση άνοιξε την εκδήλωση με τα ακόλουθα:Η ναυμαχία του Ναβαρίνου στα αρχεία της Κρατικής Βιβλιοθήκης της Ρωσίας Στις 24 Ιουνίου/6 Ιουλίου του 1827, σ' ένα διπλωματικό παιχνίδι για τον έλεγχο του περάσματος για την Ανατολή, οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις της εποχής, Αγγλία, Γαλλία και Ρωσία, υπογράφουν στο Λονδίνο την τριμερή Ιουλιανή σύμβαση του Λονδίνου ("Τριπλή Συμμαχία"). Η σύμβαση αυτή επαναλαμβάνει βασικά τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης μεταξύ Ρωσίας και Αγγλίας (23 Μαρτίου/4 Απριλίου 1826), σύμφωνα με το οποίο οι δύο Δυνάμεις συμφωνούσαν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου Ελληνικού Κράτους, υποτελούς στο Σουλτάνο. Το πρωτόκολλο αυτό ουσιαστικά σήμαινε απομάκρυνση από τις αρχές της Ιερής Συμμαχίας και αποτελεί το πρώτο διπλωματικό κείμενο (διμερή συμφωνία) που μνημονεύει το όνομα «Ελλάδα» και αναγνωρίζει πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες. Η Γαλλία προς στιγμή διστάζει να προσχωρήσει στο Πρωτόκολλο της Πετρούπολης γιατί διατηρεί σχέσεις συνεργασίας με τον Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, αλλά, ύστερα από την επίμονη άρνηση της Πύλης να δεχτεί ειρηνική λύση του Ελληνικού Ζητήματος, προσχωρεί και αυτή στην τριμερή Ιουλιανή σύμβαση του Λονδίνου. Η σύμβαση αυτή επαναλαμβάνει βασικά τους όρους του Πρωτοκόλλου της Πετρούπολης, περιέχει όμως και ρήτρα καταναγκασμού ή τουλάχιστον εκφοβισμού. Μοίρες ναυτικές των τριών Δυνάμεων θα αναλάμβαναν να επιβάλουν τη διακοπή των εχθροπραξιών. Παράλληλα θα προχωρούσαν στη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνες και στο διορισμό προξένων. Η άρνηση της Πύλης να υποταχθεί στη θέληση της Τριπλής Συμμαχίας είχε σαν αποτέλεσμα τη ναυμαχία του Ναυαρίνου. Η ναυμαχία έλαβε χώρα στις 8/20 Οκτωβρίου 1827 στον κόλπο του Ναυαρίνου (Νότιο-Δυτική ακτή της Πελοποννήσου) και σε αυτή συγκρούστηκαν ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος και ο συμμαχικός –άγγλο-γάλλο-ρωσικός– στόλος. Προηγουμένως οι συμμαχικές μοίρες είχαν σταλεί στην περιοχή για να επιβάλουν εκεχειρία, πράγμα που η τουρκική πλευρά δεν αποδέχονταν. Οι αρχηγοί των συμμαχικών μοιρών, ναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον, αρχηγός της αγγλικής μοίρας που είχε και το γενικό πρόσταγμα, αντιναύαρχος Ερρίκος Δεριγνύ, αρχηγός της γαλλικής μοίρας και αντιναύαρχος Λογγίνος Χέϋδεν, αρχηγός της ρωσικής μοίρας, αποφάσισαν όπως εισχωρήσει ο στόλος στον κόλπο του Ναυαρίνου, όπου βρισκόταν ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος υπό την αρχηγία του Ιμπραήμ πασά. Ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος αποτελούνταν από 89 σκάφη με 2.240 πυροβόλα, ο δε συμμαχικός δεν διέθετε πάνω από 27 πλοία – 12 αγγλικά, 8 ρωσικά και 7 γαλλικά – με 1.324 πυροβόλα. Ένα «τυχαίο γεγονός», όπως το χαρακτηρίζουν αρκετοί ιστορικοί της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, διαδραμάτισε το ρόλο του «μοιραίου γεγονότος». Σε κάποια στιγμή ένα εχθρικό πυρπολικό φθάνει πολύ κοντά στο πολεμικό πλοίο «Ντάρτμουθ» και ο κυβερνήτης του Φελλόους στέλνει μια λέμβο με λίγους άνδρες και επικεφαλής τον Υποπλοίαρχο Φιτσρόϋ για να αναγκάσει το εχθρικό πυρπολικό να απομακρυνθεί. Εκείνοι, όμως, αφού προσπάθησαν να πείσουν τους Άγγλους να μην πλησιάσουν, πυροβολούν, σκοτώνουν τον υποπλοίαρχο και μερικούς ακόμη άνδρες και ανάβουν το πυρπολικό. Το «Ντάρτμουθ» ανταποδίδει το πυρ. Η γαλλική ναυαρχίδα «Σειρήν» χτυπιέται από την αιγυπτιακή φρεγάτα «Εσμίνα». Αμέσως ο Γάλλος αντιναύαρχος Δεριγνύ διατάζει σφοδρό κανονιοβολισμό κατά της εχθρικής φρεγάτας και σε ελάχιστα λεπτά το πυρ γενικεύεται. Ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον στέλνει τον Έλληνα πλοηγό Πέτρο Μικέλη με λίγους άνδρες στον Αιγύπτιο διοικητή Μουχαρέμπεη και του διαμηνύει ότι σκοπός των συμμάχων δεν είναι να κτυπήσουν τους Τουρκοαιγυπτίους, αλλά να τους αναγκάσουν να φύγουν από το Ναυαρίνο και να επιστρέψουν στις βάσεις τους, στα Δαρδανέλλια και στην Αλεξάνδρεια. Οι Αιγύπτιοι σκοτώνουν τον Έλληνα απεσταλμένο του Κόδριγκτον και σε λίγα λεπτά η γαλλική ναυαρχίδα «Ασία» βυθίζει την αιγυπτιακή ναυαρχίδα. Από αυτή τη στιγμή η μάχη γενικεύεται και ξεφεύγει από κάθε σχεδιασμό και έλεγχο. Λίγο αργότερα πλησιάζει ο ρωσικό στόλος με επικεφαλής τη ναυαρχίδα «Αζόφ», οπότε το ηθικό των συμμάχων αναπτερώνεται και ο κανονιοβολισμός γίνεται ακόμη πιο έντονος και πεισματώδης. Γύρω στις 18.00 της 8/20 Οκτωβρίου 1827 τα πάντα είχαν τελειώσει. Η ναυμαχία είχε κρατήσει τέσσερις ώρες και το αποτέλεσμά της έδειξε την υπεροχή των ευρωπαϊκών στόλων. Από τα 89 πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου τα 60 είχαν εντελώς καταστραφεί και βυθισθεί, ενώ τα υπόλοιπα είχαν ριχτεί στα αβαθή του κόλπου με σημαντικές ζημιές, ενώ οι ανθρώπινες απώλειες ανήλθαν σε 6.000 νεκρούς περίπου και 4.000 τραυματίες. Οι σύμμαχοι δεν έχασαν κανένα πλοίο, ενώ σε ανθρώπινες απώλειες είχαν 174 νεκρούς και 475 τραυματίες. Η χαρμόσυνη είδηση της καταναυμαχήσεως του τουρκοαιγυπτιακού στόλου πανηγυρίσθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό από τους Έλληνες που έβλεπαν πλέον κοντά την ημέρα της ελευθερίας τους. Θεοδώρα Γιαννίτση, διδάκτωρ ιστορικών επιστημώνΜετά τα εγκαίνια της έκθεσης πραγματοποιήθηκε προβολή του ντοκιμαντέρ μικρού μήκους του σκηνοθέτη Χριστόφορου Β. Τριανταφίλλωβ «Ναυαρίνο» και ακολούθησε, με τη συμμετοχή της Ένωσης Ευγενών Ρωσίας, η επιστημονική ημερίδα «Ναυαρίνο: 180 χρόνια από τη Ναυμαχία» με τις ακόλουθες ομιλίες:Γκριγκόρι Λ. Αρς, Διδάκτωρ Ιστορικών Επιστημών, Ινστιτούτο Σλαυικών Σπουδών Ακαδημίας Επιστημών Ρωσικής Ομοσπονδίας: – «Ρώσοι ναυτικοί στη μάχη του Ναυαρίνου»Πριν από 180 χρόνια, στις 8/20 Οκτωβρίου 1827, στα ελληνικά παράλια έλαβε χώρα μία φημισμένη ναυμαχία, η ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οποία απετέλεσε όχι μόνο μία από τις σημαντικότερες ναυμαχίες της εποχής των ιστιοφόρων, αλλά και καθοριστική σελίδα στην ιστορία διεθνών σχέσεων της δεκαετίας του ’20 του 19ου αι., στην οποία δεσπόζουσα θέση κατείχε το Ελληνικό Ζήτημα. Το Μάρτιο του 1821 στην Ελλάδα ξέσπασε εξέγερση ενάντια στον οθωμανικό ζυγό, που δέσποζε επί 400 χρόνια. Αρχικά τα αντιδραστικά καθεστώτα της Ευρώπης αντιμετώπισαν την προοπτική ανεξαρτησίας της Ελλάδος, που γεννιόταν μέσα στη φλόγα πολέμου, με απροκάλυπτη εχθρότητα. Η ευρύτερη, ωστόσο, κοινή γνώμη της Ευρώπης και της Αμερικής στήριξε την Ελληνική Επανάσταση. Σε πολλές χώρες αναπτύχθηκε έντονο φιλελληνικό κίνημα. Φιλέλληνες υπήρξαν ο Μπάυρον, ο Γκαίτε, ο Πούσκιν, ο Ουγκώ και πολλές άλλες εξέχουσες προσωπικότητες του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Η πίεση που άσκουσε η κοινή γνώμη, καθώς και η συνειδητοποίηση του αναπότρεπτου ως προς τις αλλαγές στη διεθνή σκηνή, που γέννησε ο αγώνας των Ελλήνων, οδήγησαν τις Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής να επιδιώκουν τη διπλωματική πλέον ρύθμιση του Ελληνικού Ζητήματος. Στις 6 Ιουλίου του 1827 οι εκπρόσωποι της Ρωσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας υπέγραψαν στο Λονδίνο Σύμβαση που προέβλεπε τη διακοπή των εχθροπραξιών στην Ελλάδα και τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς στο Σουλτάνο. Κατόπιν επιμονής της Ρωσίας, η οποία είχε έρθει επανειλημμένα σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η οποία τηρούσε και την πιο αποφασιστική στάση, στη Σύμβαση του Λονδίνου ενσωματώθηκε μυστικό άρθρο που προέβλεπε ότι, σε περίπτωση που ένα εκ των μερών δε συμμορφωθεί στους όρους ανακωχής και συμφιλίωσης (όπως προέβλεπε η Σύμβαση), τότε «οι Μεγάλες Δυνάμεις θα εφαρμόσουν από κοινού μέτρα για την εκπλήρωση της Σύμβασης».1 Αποτέλεσμα της ρήτρας αυτής υπήρξε η εμφάνιση στα ελληνική παράλια στις αρχές Οκτωβρίου 1827 της συμμαχικής άγγλο-ρώσο-γαλλικής ναυτικής μοίρας. Κατόπιν επιμονής του Ρώσου επιτετραμμένου στο Λονδίνο Χ.Α. Λήβεν, στις από κοινού οδηγίες προς τους τρεις συμμαχικούς ναυάρχους περιλήφθηκε το εξής σημαντικό εδάφιο: «Σε περίπτωση άρνησης εκ μέρους της Πύλης της διαμεσολάβησης και της εκεχειρίας σε διάστημα μηνός, οι μοίρες των τριών συμμαχικών Δυνάμεων θα πρέπει να πλησιάσουν τις ακτές της Ελλάδος και από κοινού να αναχαιτίσουν οποιαδήποτε βοήθεια, μέσω θαλάσσης, εκ μέρους τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων, αποφεύγοντας, παράλληλα, συμμετοχή σε πολεμικές συρράξεις».2 Ωστόσο η λήψη οποιωνδήποτε καταναγκαστικών μέτρων απέναντι στις τουρκικές δυνάμεις, στο έδαφος της Ελλάδος, χωρίς την προσφυγή σε πολεμική σύρραξη, απεδείχθη αδύνατη. Η είδηση για τη Σύμβαση του Λονδίνου έγινε δεκτή στην Ελλάδα σε μια κρίσιμη για το λαό της στιγμή. Το 1824 ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο Β΄ κατάφερε να προσελκύσει με το μέρος του, στις ένοπλες αντιπαραθέσεις του, τον υποτελή του πασά της Αιγύπτου Μωχάμεντ Αλή, ο οποίος διέθετε καλά εξοπλισμένο και εκπαιδευμένο, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα, στρατό. Μετά από επίμονη ηρωική πάλη, στα χέρια του κατακτητή έπεσαν το Μεσολόγγι και η Ακρόπολη – σημαντικές βάσεις του ένοπλου αγώνα των εξεγερθέντων. Αναζωογονημένοι από αυτές τις στρατιωτικές επιτυχίες, η Υψηλή Πύλη απέρριψε την Ιουλιανή Σύμβαση του Λονδίνου. Το φθινόπωρο του 1827 ο επικεφαλής του τουρκοαιγυπτιακού στόλου Ιμπραήμ πασάς προέβη στην προετοιμασία νέων πολεμικών συρράξεων, ώστε να καταπνίξει και τις τελευταίες εστίες αντίστασης των Ελλήνων στην ενδοχώρα και τις νήσους. Με αυτό το στόχο, στο Ναυαρίνο συγκεντρώθηκαν μεγάλες θαλάσσιες και χερσαίες στρατιωτικές δυνάμεις. Ο στρατός του Ιμπραήμ συνέχιζε ασύστολα να ξεκληρίζει το Μοριά, ενώ ο ίδιος ο Ιμπραήμ εξακολουθούσε να αγνοεί το τελεσίγραφο που του έστειλαν οι αρχηγοί των τριών συμμαχικών στόλων. Τότε οι τρεις σύμμαχοι αποφάσισαν να οδηγήσουν τις μοίρες τους στον κόλπο του Ναυαρίνου, ώστε με την παρουσία τους να ακινητοποιήσουν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο και να εμποδίσουν τις εχθροπραξίες κατά των Ελλήνων. Αγκυροβολημένος στον κόλπο του Ναυαρίνου, άρτια προετοιμασμένος, ο στόλος του Σουλτάνου αποτελούσε μεγάλη στρατιωτική απειλή. Αποτελούνταν από τρεις ναυαρχίδες, είκοσι φρεγάτες και πάνω από σαράντα γαλέτες, βρίκια και μεταγωγικά, ενώ διέθετε πάνω από 2.000 πυροβόλα. Πέραν αυτού, ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος ήταν αγκυροβολημένος μέσα στον κόλπο σε σχήμα πετάλου, τα δύο άκρα του οποίου στηρίζονταν στα δύο πυροβολεία που βρίσκονταν το ένα στο φρούριο του Ναυαρίνου και το άλλο στο νότιο άκρο της νήσου Σφακτηρίας. Ο αγγλικός στόλος αποτελούνταν από τρεις ναυαρχίδες, τέσσερις φρεγάτες, μία γαλέτα και τρία βρίκια με 472 πυροβόλα. Αρχηγός του αγγλικού στόλου ήταν ο έμπειρος και αποφασιστικός θαλασσόλυκος και συμμαχητής του Νέλσωνα ναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτων. Επικεφαλής της γαλλικής μοίρας, που αποτελείτο από τρεις ναυαρχίδες, δύο φρεγάτες, δύο γαλέτες με 362 πυροβόλα, ήταν ο αντιναύαρχος Ερρίκος Δεριγνύ. Ο ρωσικός στόλος αποτελούνταν από τέσσερις ναυαρχίδες [«Αζόφ», «Ιεζεκιήλ», «Αλέξανδρος Νέβσκι» με 74 κανόνια έκαστη και «Γκανγκούτ» με 84 κανόνια] και τέσσερις φρεγάτες: «Κωνσταντίνος», «Προβόρνι» (= επιδέξιος), «Κάστωρ», «Έλενα». Η ρωσική μοίρα διέθετε 466 πυροβόλα και 3764 άνδρες. Επικεφαλής της ρωσικής μοίρας η ναυαρχίδα «Αζόφ», όπου επέβαινε ο αντιναύαρχος Λογγίνος Χέϋδεν και η οποία κυβερνείτο από τον διακεκριμένο Ρώσο θαλασσοπόρο και επιστήμονα Μ.Π. Λάζαρεβ. Συνολικά η συμμαχική μοίρα αριθμούσε 26 πλοία: 10 ναυαρχίες, 10 φρεγάτες, 6 γαλέτες και βρίκια με 1300 πυροβόλα. Ο αρχηγός της αγγλικής μοίρας ναύαρχος Εδουάρδος Κόδριγκτον, ως ανώτερος ιεραρχικά, υπήρξε ο αρχηγός του συμμαχικού στόλου. Η συμμαχική μοίρα ήταν αισθητά υποδεέστερη του τουρκοαιγυπτιακού στόλου ως προς τον αριθμό των κανονιών και των πλοίων, αλλά υπερίσχυε ως προς τη στρατιωτική εξάσκηση και την πειθαρχία. Η Αγγλία, η Ρωσία και η Γαλλία αποτελούσαν μεγάλες ναυτικές δυνάμεις, οι σημαίες των οποίων είχαν στεφανωθεί με νίκη σε πολλές ναυμαχίες. Στους κόλπους των συμμαχικών ναυτών παρατηρούνταν έντονες φιλελληνικές διαθέσεις. Αυτό αφορούσε, κατά κύριο λόγο, τους Ρώσους ναυτικούς, δεδομένου ότι το ρωσικό και ελληνικό λαό συνέδεαν, κατά τη διάρκεια αιώνων, ισχυροί δεσμοί φιλίας. Κάτι τέτοιο πιστοποιούν και οι σημειώσεις του ανθυπολογαχού Αλεξάντρ Ρικατσέβ, που έλαβε μέρος στην εποποιία του Ναυαρίνου. Πριν τον απόπλου του ρωσικού στόλου από την Κρονστάνδη, όταν δεν ήταν ακόμη γνωστός ο προορισμός του, ο Ρικατσέβ έγραφε στο ημερολόγιό του: «Δεδομένου ότι ο καθένας επιθυμεί να βοηθά τους Έλληνες, καθίσταται κατανοητό το ότι περισσότερο απ΄ όλα ονειρευόμαστε τη Μεσόγειο. Κάτι τέτοιο θα ήταν η κορύφωση της ευτυχίας και όλη η νεολαία μας από την εποχή της εκστρατείας του Σενιάβιν, διαρκώς ονειρεύεται αυτή την καταπληκτική εκστρατεία».3 Στις 13.00 το μεσημέρι της 8ης/20ης Οκτωβρίου 1827 ο συμμαχικός στόλος, παραταγμένος σε δύο στήλες, - εκ δεξιών η αγγλική και η γαλλική μοίρα, εξ αριστερών η ρωσική – άρχισε να εισχωρεί στον κόλπο του Ναυαρίνου, για να αγκυροβολήσει απέναντι από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο. Η εντολή του Κόδριγκτον, που εδόθη αμέσως πριν την είσοδο των συμμάχων στον κόλπο, είχε ως εξής: «Κανένα κανόνι του συμμαχικού στόλου δε θα πρέπει να πυροβολήσει αν δεν δοθεί προηγουμένως σήμα, και κάτι τέτοιο μόνο σε περίπτωση που ανάψει πυρ από τον τουρκικό στόλο».4 Και πράγματι, ένα τουρκικό μεταγωγικό άνοιξε πυρ εναντίον μιας λέμβου, στην οποία επέβαινε Άγγλος υποπλοίαρχος, απεσταλμένος του Άγγλου κυβερνήτη του πολεμικού «Ντάρτμουθ». Ο Άγγλος υποπλοίαρχος Φιτσρόυ και μερικοί ακόμη άνδρες της λέμβου πυροβολήθηκαν, με αποτέλεσμα τα αγγλικά και γαλλικά πλοία να ανταποδώσουν το πυρ. Οι μεμονωμένες τουφεκιές εξελίχθηκαν σε κανονιοβολισμούς και η μάχη γενικεύθηκε. Η σύγκρουση διεξήχθη σε μικρές αποστάσεις και ξεχώρισε για το σκληρό και καταστροφικό χαρακτήρα της. Γύρω στα 100 πολεμικά πλοία με μερικές χιλιάδες πλήρωμα μάχονταν σε έναν ιδιαίτερα στενό, ουσιαστικά κλειστό, κόλπο. Σύμφωνα με την περιγραφή του συγχρόνου των γεγονότων αξιωματικού Βλαντίμιρ Μπρονέβσκι, «η μάχη, που διεξήχθη σε έναν τόσο περιορισμένο χώρο και σε ένα κλίμα, σχεδόν απελπισίας, δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική, παρά η πιο αιματηρή, ολέθρια και αποφασιστική. Οι δύο στόλοι, που μάχονταν σχεδόν σώμα με σώμα, μοιάζανε με δύο λυσσασμένου μονομάχους, που αναζητούσαν όχι ζωή και νίκη, παρά θάνατο ολέθριο, αλλά ένδοξο. Ούτε οι φίλοι ούτε οι εχθροί δεν μπορούσαν πλέον να ξεφύγουν από την απόλυτη τελική καταστροφή: η παραμικρή αποτυχία στην κίνηση ή στον πυροβολισμό θα συνοδεύονταν από βέβαιο θάνατο».5 Τα πυρά που εκτόξευαν τα ρωσικά πολεμικά πλοία ήταν εύστοχα και ισχυρά. Ιδιαίτερα εύστοχα και αποτελεσματικά λειτούργησαν οι πυροβολητές της ναυαρχίδας «Αζόφ». Μαχόμενοι, ταυτόχρονα, με πέντε εχθρικά πλοία, βούλιαξαν δύο μεγάλες φρεγάτες και γαλέτες, επέφεραν σοβαρές ζημιές σε εχθρική ναυαρχίδα με 80 κανόνια,, που έπεσε στα αβαθή και εξερράγη. Επίσης, μεγάλες ζημιές υπέστη, ενώ την κάηκε, η δικάταρτη φρεγάτα, στην οποία επέβαινε ο αρχηγός της τουρκικής μοίρας Ταχήρ. Όλοι οι Ρώσοι ναυτικοί, από το ναύαρχο μέχρι το ναύτη, επέδειξαν στη μάχη γενναιότητα, πίστη στο υπηρεσιακό καθήκον, πολεμική μαεστρία. «Δε βρίσκω επαρκείς εκφράσεις - έγγραφε ο Λογγίνος Χέϋδεν στην αναφορά της 12ης/24ης Οκτωβρίου 1827 προς τον Αυτοκράτορα Νικόλαο τον Α΄- για να περιγράψω στη Μεγαλειότητά σας την ανδρεία, την ευψυχία και το ζήλο των καπετάνιων, των αξιωματικών και των χαμηλότερων ιεραρχικά, που τους χαρακτήρισε κατά τη διάρκεια της αιματηρής αυτής μάχης. Μάχονταν ως λέοντες εναντίον ενός πολυάριθμου, ισχυρού και πείσμονα εχθρού».6 Μεταξύ αυτών που ξεχώρισαν στη μάχη ήταν ο ανθυπολοχαγός Πάβελ Ναχίμωβ, ο αρχικελευστής Βλαντίμιρ Κορνίλωβ και ο δόκιμος Βλαντίμιρ Ιστόμιν. Για αυτούς τους ένδοξους Ρώσους ναυάρχους, ήρωες της άμυνας της Σεβαστούπολης (1854-1855), η μάχη του Ναυαρίνου απετέλεσε το βάπτισμα του πυρός. Κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, που διήρκησε τέσσερις ώρες περίπου, η ρωσική μοίρα εξολόθρευσε τη δεξιά πτέρυγα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Με την ίδια επιτυχία μάχονταν εναντίον της αριστερής πτέρυγας του εχθρού η αγγλική και γαλλική μοίρα. Τα πληρώματα του συμμαχικού στόλου λειτούργησαν στη μάχη σε πνεύμα αλληλεγγύης και ομοψυχίας και την κρίσιμη στιγμή παρείχαν ο ένας στον άλλο τη βοήθεια που χρειάζονταν. Παραδείγματα τέτοιας ομοψυχίας αναφέρει ο Λογγίνος Χέϋδεν στην αναφορά του στο Νικόλαο τον Α΄ της 13ης/25ης Νοεμβρίου 1827. Ο Λα-Μπρετονιέρ, κυβερνήτης του γαλλικού πλοίου «Μπρεσλάβλ», βλέποντας ότι η ναυαρχίδα «Αζόφ» βάλλεται από έντονα πυρά, αμέσως έκοψε το παλαμάρι του πλοίο του και κατέλαβε θέση μεταξύ του «Αζόφ» και του αγγλικού πλοίου «Αλβιών», δεχόμενος, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέρος των πυρών πάνω του. Από την πλευρά του το «Αζόφ», αν και ήταν περικυκλωμένο από εχθρικά πλοία, κατηύθυνε τα πυρά 14 πυροβόλων του εναντίον αιγυπτιακού πολεμικού πλοίου 80 κανονιών, από το οποίο βάλλονταν η αγγλική ναυαρχίδα «Ασία», με αποτέλεσμα σε σύντομο χρονικό διάστημα το εχθρικό πλοίο να ανατιναχθεί στον αέρα.7 «Κανένας στόλος στον κόσμο – διατυπώνει στην αναφορά του μετά το πέρας της ναυμαχίας ο Κόδριγκτον – δεν επέδειξε σε τέτοιο βαθμό τέτοια απόλυτη ομοψυχία, τέτοια πλήρη ομοφωνία, με τις οποίες ήταν διαποτισμένες οι μοίρες των τριών συμμαχικών δυνάμεων σε μία τόσο αιματηρή μάχη».8 Η Ναυμαχία του Ναυαρίνου έληξε με σχεδόν ολοκληρωτικό αφανισμό του στόλου του Σουλτάνου. Μερικά από τα καράβια τους, που απώλεσαν τη μαχητική τους ικανότητα, ήδη οι Τούρκοι τα ανατίναξαν την επόμενη ημέρα. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν από την απειλητική αρμάδα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου που αριθμούσε πάνω από 60 πλοία, άθικτη παρέμεινε μια φρεγάτα και δεκαπέντε πλοιάρια. Οι ανθρώπινες απώλειες των Τουρκοαιγυπτίων ανήλθαν σε 6 χιλ. νεκρούς και 4 χιλ. τραυματίες. Οι απώλειες των συμμάχων ανέρχονταν σε 750 άτομα νεκρούς και τραυματίες [Άγγλοι – 74 νεκροί, 206 τραυματίες, Γάλλοι – 46 νεκροί, 128 τραυματίες, Ρώσοι – 59 νεκροί, 139 τραυματίες].9 Ο συμμαχικές στόλος δεν έχασε ούτε ένα πλοίο, αλλά αρκετά πλοία, ιδίως οι ναυαρχίδες, είχαν υποστεί σημαντικές ζημιές. Από τα ρωσικά πολεμικά, ιδιαίτερες ζημιές υπέστη η ναυαρχίδα «Αζόφ», η οποία μετά τη μάχη αριθμούσε 153 οπές, εκ των οποίων επτά υποβρύχιες. Τα δε κατάρτια της είχαν χτυπηθεί τόσο πολύ, ώστε με δυσκολία το πλήρωμά της κατόρθωσε να ανεβάσει τα ιστία της. Ο αντίκτυπος από την κανονιοβροντή στον κόλπο του Ναυαρίνου σύντομα διαδόθηκε σε Ελλάδα και σε ολόκληρη της Ευρώπη. Η είδηση για τη νίκη στο Ναυαρίνο ενέπνευσε κύμα χαράς και ανακούφισης σε Έλληνες και Φιλέλληνες. Η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη αναγνώρισε στο Ναυαρίνο το θρίαμβο του φιλελληνισμού. Οι αντιδράσεις των κυβερνήσεων των συμμάχων ήταν ποικίλες. Στην Αγία Πετρούπολη εξ΄ολοκληρου επικρότησαν τις ενέργειες του Χέυδεν ως συμβαδίζουσες με τη Σύμβαση του Λονδίνου και ανταποκρινόμενες στην εφαρμογή αυτής. Στο Λονδίνο θεωρήθηκε ότι ο Κόδριγκτον παραβίασε τις εντολές που είχε. Ο Άγγλος μονάρχης στο λόγο του της 29ης Ιανουαρίου 1828 χαρακτήρισε το Ναυαρίνο «ατυχές συμβάν» και εξέφρασε τη λύπη του για τη σύρραξη του βρετανικού στόλου με «τη ναυτική δύναμη του παλαιού συμμάχου».10 Μετά από μερικούς μήνες ο Εδουάρδος Κόδριγκτον απομακρύνθηκε από το αξίωμά του. Για την Υψηλή Πύλη και τη στρατιωτική ηγεσία της, το Ναυαρίνο απετέλεσε αναπάντεχο και δυνατό πλήγμα. Ο Ιμπραήμ, που υπολόγιζε σε καταστροφή του συμμαχικού στόλου στον κόλπο του Ναυαρίνου, εκφράστηκε με λύπη μετά τη Ναυμαχία ως εξής: «Ποιός μπορούσε να ξέρει ότι τα πλοία τους είναι σιδερένια, το δε πλήρωμά τους πραγματικοί διάβολοι».11 Η ναυμαχία του Ναυαρίνου απετέλεσε αξιοσημείωτο στρατιωτικό-πολιτικό γεγονός, που διαδραμάτισε θετικό ρόλο στην επιτυχή έκβαση του Αγώνα των Ελλήνων για Ανεξαρτησία. Κυριολεκτικά έσωσε τους Έλληνες από την απειλή του αφανισμού και τους επέτρεψε να επανακτήσουν τις δυνάμεις τους, για τους δε εχθρούς τους υπήρχε σημαντική στρατιωτική και πολιτική ήττα. Στη βιβλιογραφία, ιδίως στη δυτικοευρωπαϊκή, υπάρχουν απόλυτες εκτιμήσεις για τη σημασία της ναυμαχίας του Ναυαρίνου. Ο Άγγλος ιστορικός Richard Clogg, στην εισαγωγή της ενδιαφέρουσα μονογραφίας του για τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, γράφει ότι «η συντριβή του αιγυπτιακού στόλου στο Ναυαρίνο τον Οκτώβριο του 1827 από την ηνωμένο άγγλο-ρώσο-γαλλικό στόλο σε τελική ανάλυση εξασφάλισε την επιτυχία του ελληνικού ζητήματος».12 Αναγνωρίζοντας τη γενναιότητα των πληρωμάτων της Αγγλίας, της Ρωσίας και της Γαλλίας, που πολέμησαν στο Ναυαρίνο, και τις επιτηδευμένες και αποφασιστικές ενέργειες των συμμαχικών ναυάρχων, εκτιμώ την ως άνω κρίση ως υπερβολή. Στην πραγματικότητα, ούτε από στρατιωτικής ούτε από πολιτικής άποψης, η ναυμαχία του Ναυαρίνου δε διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην έκβαση του ελληνικού πολέμου για ανεξαρτησία. Από στρατιωτικής άποψης η ναυμαχία αναμφίβολα βελτίωσε τη θέση των Ελλήνων, αλλά και μετά από αυτή το μεγαλύτερο τμήμα της Ελλάδος εξακολουθούσε να παραμένει στα χέρια των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων. Μόλις το φθινόπωρο του 1828, μετά την απόβαση γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στο Μοριά, τα στρατεύματα των κατακτητών εγκατέλειψαν τη χερσόνησο της Πελοποννήσου. Η απόβαση, ωστόσο, του σώματος του Μαιζόν πραγματοποιήθηκε μετά την έναρξη του ρώσο-τουρκικού πολέμου των ετών 1828-1829 και υπήρξε άμεσο αποτέλεσμα αυτού. Αξιοσημείωτο, εξάλλου, είναι να λαμβάνεται υπόψη ότι μετά το Ναυαρίνο και μέχρι την έναρξη του ρωσοτουρκικού πολέμου η Πύλη διέθετε αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις ώστε να προβεί σε νέες προσπάθειες πλήρους κατάπνιξης της εξέγερσης των Ελλήνων. Και μετά το Ναυαρίνο η Πύλη αρνείτο να αναγνωρίσει στους Έλληνες οποιαδήποτε μορφή αυτονομίας. Ο Σουλτάνος ο Μαχμούτ ο Β΄ εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει τους Έλληνες αγωνιστές ως «εξεγερθέντες ραγιάδες». Το μοναδικό, στο οποίο συμφωνούσε ο Σουλτάνος, ήταν να παράσχει αμνηστία και άλλες «μεγαλοψυχίες», σε περίπτωση που οι Έλληνες καταθέσουν τα όπλα και ομολογήσουν την ενοχή τους.13 Υπενθυμίζουμε ότι μέχρι τότε, τη δεκαετία του ΄20 του 19ου αι., η Πύλη υποχρεούτο, κατόπιν ήττας της σε πολέμους, να παραχωρεί στις Δυνάμεις κατεχόμενες από αυτή εκτάσεις, ουδέποτε, ωστόσο, μέχρι τότε είχε συμφωνήσει να αναγνωρίσει διεθνώς την αυτονομία ή ανεξαρτησία υπόδουλού της λαού. Τα μάθημα του Ναυαρίνου δε στάθηκε επαρκές για να σπάσει αυτό το ιδιάζον ψυχολογικό κατεστημένο, αυτό το εμπόδιο. Από τις Δυνάμεις που υπέγραψαν τη Σύμβαση του Λονδίνου απαιτούνταν νέες, ακόμη πιο αποφασιστικές ενέργειες. Η Αγγλία, ωστόσο, και η Γαλλία απέφευγαν τέτοιου είδους ενέργειες. Μόνο η Ρωσία εξακολουθούσε να καταλαμβάνει αποφασιστική στάση. Τον Απρίλιο του 1828 ξεκίνησε νέος ρώσο-τουρκικός πόλεμος. Αν και το Ελληνικό Ζήτημα παρέμενε σημαντικό, αλλά δεν απετέλεσε το μοναδικό λόγο ξεσπάσματος του πολέμου, η νίκη της Ρωσίας στον πόλεμο επέφερε τι διπλωματική του διευθέτηση. Σύμφωνα με τη Συνθήκη Ειρήνης της Ανδριανούπολης της 2ης/14ης Σεπτεμβρίου 1829, η Πύλη υποχρεούνταν να αναγνωρίσει την αυτονομία της Ελλάδος, σε δε μισό χρόνο την ίδια την ανεξαρτησία της. «Με τον τρόπο αυτό - σύμφωνα με τον επιφανή Έλληνα ιστορικό Α. Βακαλόπουλο, - ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, που δημιούργησε τέτοια ανησυχία στην πολιτική ατμόσφαιρα της Ευρώπης, έλυσε, σαν το σπαθί το γόρδιο δεσμό, τις ατελείωτες διαπραγματεύσεις και υποκίνησε της απελευθέρωση της Ελλάδας».14 Αυτή η διατύπωση δε μειώνει την ιστορική σημασία της ναυμαχίας του Ναυαρίνου, στην οποία ανήκει σημαίνων ρόλος στην υπόθεση της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδος. Ωστόσο, παρά το σημαντικό ρόλο της εξωτερικής βοήθειας, η απελευθέρωση αυτή υπήρξε πριν απ’ όλα έργο των ίδιων των Ελλήνων. Γκριγκόρι Λ. Αρς, Διδάκτωρ Ιστορικών Επιστημών, Ινστιτούτο Σλαυικών Σπουδών Ακαδημίας Επιστημών Ρωσικής Ομοσπονδίας Όλγα Β. Σοκολόβσκαγια, Διδάκτωρ Ιστορικών Επιστημών, Ινστιτούτο Σλαβικών Σπουδών Ακαδημίας Επιστημών Ρωσικής Ομοσπονδίας: «Η συμμετοχή των Ρώσων ναυτικών στην πρώτη διεθνή ειρηνευτική επιχείρησης στην Κρήτη τον 1897»^ Соколовская О.В. (Институт славяноведения РАН)^ Участие моряков в первой международной миротворческой операции на Крите в 1897–1898 гг. В традициях русского флота, восстановленного при императоре Александре III, было сохранение исторической памяти лучших страниц своей истории и дружба с единоверными народами. Один из выдающихся русских флотоводцев контр-адмирал С.О.Макаров рекомендовал на кораблях, часто посещавших порты Греции читать лекции из истории морских сражений периода войны за независимость. «Эпоха эта – считал С.О. Макаров , - особенно богата подвигами отдельных лиц, и изучение ее не может не повлиять на увеличение весьма желательного взаимного уважения двух флотов – русского и греческого». Большое внимание к морякам и истории флота уделяла греческая королева Ольга, дочь великого князя Константина Николаевича, долгие годы руководившего морским ведомством. Она выделяла немалые средства на сохранение морских памятников в Греции, в том числе на братскую могилу героев Наварина. Известно, что в 1894 и затем в 1899 гг. Ольга провожала своей любимый крейсер «Память Азова» в Россию и напутствовала посетить бухту Наварин. Контр-адмирал Бирилев так описывал посещение памятника: «Певчие и команда были свезены на берег и на братской могиле героев Наварина была отслужена панихида. Тепло молились азовцы на могиле своих праотцев». Русские моряки всегда оказывали посильную помощь грекам в самые трудные минуты его истории. Так и в конце XIX в. русская морская пехота (в то время - нештатные десантные отряды из личного состава военных кораблей) приняла активное участие в первой миротворческой операции великих европейских держав на острове Крит, где в результате жестокой политики турецких властей вспыхнуло очередное восстание греческого населения. Султан Абдул-Гамид фактически объявил православным критянам «священную войну». Мусульманам помогали турецкие войска, в большом количестве находившиеся на острове. Их жестокость имела огромный резонанс во всем мире и заставило великие державы осенью 1896 г. принять решение о вмешательстве. В начале января 1897 г. в критские воды прибыли военно-морские силы Великобритании, Франции, России, Италии, а также Германии и Австро–Венгрии, которые могли высадить на Крите внушительный морской десант в 2,5 тысячи человек. Соединенными морскими силами и их операциями командовал, как старший по чину, начальник итальянской эскадры вице–адмирал граф Н. Каневаро, возглавивший также вновь созданный «совет адмиралов». Входил в совет и русский контр-адмирал П.П.Андреев, возглавивший русскую эскадру, состоящую из лучших балтийских броненосцев «Император Николай I», «Император Александр II», «Наварин», «Сисой Великий», а также канонерских лодок «Грозящий», «Запорожец», «Черноморец» и др. Россия была крайне недовольна вновь вставшим критским вопросом, хотя во время Великого критского восстания 1866-1969 гг. оказывала всяческую помощь повстанцам. Для нее Крит был форпостом православия на Ближнем Востоке, а также имел военно-стратегическое значение: бухта Суда представляла собой удобную морскую стоянку для средиземноморской эскадры, а также для кораблей, идущих на Дальний Восток, где шла борьба за сферы влияния между великими державами. Россия беспокоилась за будущее черноморских проливов, которые в случае обострения ближневосточного кризиса могли попасть в руки Англии. Поэтому она активно включилась в дело «умиротворения Крита». События на Крите развивались по самому неблагоприятному сценарию. Командир эскадренного броненосца «Император Николай I» капитан 1-го ранга Д.Г.фон Фелькерзам, прибывший со специальным заданием по спасению христиан Крита, так описывал происходящее: «После ничем не вызванного нападения кандиотов на турецкие селения бухты Суда и уничтожения их в г. Канея начались беспорядки и турки выжгли несколько греческих деревень вблизи города, а в самом городе началась анархия… пожары, грабежи и паника, которые поддерживались обеими сторонами и не могли быть остановлены ни турецкими властями, ни усилиями консулов. Убитых христиан в городе по источникам 18, по другим - 40 человек. Турецких солдат убито около 40»15. Три четверти христианских кварталов Канеи и много турецких домов были сожжены и разграблены. По оценке русских моряков больше пострадали турки, у которых сожгли лавки и склады масла. Команды военных судов пытались тушить пожары, а также перевозили на свои суда спасавшихся критян. При этом командиры и консулы не знали, что дальше делать с такой массой народа, скопившейся на набережной, (наполовину - женщины и дети). По предложению фон Фелькерзама, признанного всеми представителями держав наиболее разумным, началась перевозка беженцев на ближайший греческий о. Милос. Обращалось внимание на то, чтобы греческие семьи не были разделены. Русские моряки немедленно стали доставлять их шлюпками на броненосец «Император Николай I» и канонерскую лодку «Запорожец». Всего на броненосец было переправлено более тысячи человек, в том числе 440 женщин и 302 ребенка, а на «Запорожец» - еще 500 человек. Примеру русских последовали и другие державы. За 24 и 25 января 1897 г. на иностранных судах было увезено с Крита около 5 тыс. человек. Для защиты российского генерального императорского консульства было прислано 20 вооруженных матросов с канонерская лодка «Грозящий», а в Ретимно, где располагалось вице–консульство, была послана канонерская лодка «Запорожец» «для устрашения мусульман и спасения и отправки христиан в Пирей»16. В это же время вожди повстанцев на полуострове Акротири сформировали отряд из 650 человек и подняли греческий флаг; в ответ турки расстреляли мирную демонстрацию христиан в Канее. После этого под давлением премьер министра, Т. Делиянниса крайнего националиста даже «осторожный и благоразумный» греческий король Георг I, воспользовавшись необходимостью эвакуации беженцев с Крита, решился на военно-морскую операцию на Крите. Он направил в Канею флотилию миноносцев под командованием принца Георга (второго сына короля Георга I и королевы эллинов Ольги, получившего морское образование в Дании). Греческие суда забрали последних критских беженцев. Однако гуманитарной акцией греческое правительство не ограничилось: вскоре греческий транспорт высадил целый отряд в 1, 5 тыс. человек во главе с подполковником адъютантом греческого короля Т. Вассосом при восьми (по другим источникам – при тринадцати) орудиях. Единственным требованием афинского кабинета было не вступать в конфликт с десантом великих держав 17. Когда же Вассос с отрядом попытался взять Канею, совет адмиралов решил открыть огонь с судов великих держав по повстанческому лагерю в Акротири, который и так уже атаковали турки18. Эта бомбардировка сильно подорвала доверие критян к европейцам и ситуация требовала серьезных решений. Видный российский дипломат Ф.Ф. Мартенс писал в докладной записке министру иностранных дел России 13 марта 1897 г.: «Взоры всего цивилизованного мира обращены в настоящее время на остров Крит… От скорейшего умиротворения этого острова ожидают европейские народы сохранения мира и предупреждения страшной катастрофы – распадения Оттоманской империи»19. В феврале в Константинополе конференция послов великих держав-покровительниц выработала план умиротворения острова путем высадки морского десанта и блокады Крита. 2 марта 1897 г. Великобритания, Франция, Россия, Австрия и Италия предъявили совместную ноту Греции и Турции. Они сообщали Георгу I, что не допустят присоединения Крита к Греции и требовали отозвания с острова греческого отряда и военных судов. Султану сообщалось, что державы, действуя в интересах мира и сохранения целостности Османской империи, не допустят присоединения острова к Греции и потребуют от Греции вывести все войска и флот с Крита. В то же время они предложили султану дать заверения державам, что он предоставит Криту автономию. Эскадры приступили к блокаде Канейского залива, перекрыв канал доставки оружия на остров из Греции, а затем высадили смешанный морской десант в 500 человек, сформированный из судовых команд (по 100 человек от каждой). Десант должен был защитить Канею, Ретимно и Кандию, если их атакуют инсургенты и греческие войска. На бастионах Канеи были подняты флаги великих держав, а адмиралы заявили, что любое действие со стороны греков или турок против этих городов будет встречено десантами и флотами держав20. Вскоре, в связи с нуждами объявленной блокады, морской десант был заменен сухопутными войсками. Первые батальоны стали прибывать и высаживаться в различных пунктах побережья Крита в начале марта 1897 г.* 6 марта 1897 г. совет адмиралов провозгласил на острове автономный режим и приняли на себя управление Критом. В тот же день турецкий губернатор опубликовал указ о признании султаном автономного статуса острова. На рейде в русском секторе в Ретимно находились поочередно броненосец «Наварин» и «Император Николай I». В марте на рейде в Ретимно греческих судов не было, но в городе царил хаос. Русский вице-консул сообщал Фелькерзаму, что «голодные турки, не получающие мяса уже 20 дней, собираются грабить греческие лавки» и для защиты их просил помощи русского десанта. Капитан броненосца договорился с губернатором о выделении помещения для 300 человек десанта и 8 офицеров. Вскоре опасность погромов миновала. Но вводимое постепенно под контролем адмиралов временное управление островом вызывало все большее беспокойство и недовольство турецкого населения «властью неверных». Вскоре появилось сообщение, что турки не довольны и собираются вырезать десант21. В связи с этим на Крит начали перебрасываться воинские части, Ретимно стало центром русского сектора… Несмотря на то, что весной 1897 г. была выработана формула сохранения стабильности международного положения на Ближнем Востоке, между Грецией и Турцией вспыхнула война, угрожавшая полностью нарушить status quo. Король Георг I объявил себя солидарным со своим народом, а командующим греческой армией был легкомысленно назначен кронпринц Константин, авторитет которого был в результате полного провала кампании подорван на долгие годы. Греческая королева Ольга умоляла своего племянника императора Николая II «ускорить посредничество держав для прекращения безумного кровопролития». После месяца военных действий (апрель–май 1897 г.) проигранная Грецией война, закончилась благодаря прежде всего активной дипломатической помощи России. 23 мая 1897 г. греческие войска во главе с Вассосом покинули остров, что способствовало умиротворению острова; блокада была ослаблена, но Греция была отстранена от решения критской проблемы и это привело к еще большей зависимости критской политики от воли великих держав. Российские суда постоянно находились в боевой готовности в бухте Суда, занимаясь десантными учениями и стрельбой. К осени 1898 г. для большего спокойствия пришло подкрепление в русскую эскадру: крейсер 1 ранга «Герцог Эдинбургский»; минный крейсер «Посадник», миноносец № 119; канонерские лодки «Донец», миноносец № 120, а затем и другие. Русский сухопутный отряд был доведен до 2456 человек в Ретимно и 310 — в Канее. (Для сравнения: Великобритания имела только в своем секторе в Кандии 4465 человек). Положение на Крите постепенно привело адмиралов


Не сдавайте скачаную работу преподавателю!
Данный реферат Вы можете использовать для подготовки курсовых проектов.

Поделись с друзьями, за репост + 100 мильонов к студенческой карме :

Пишем реферат самостоятельно:
! Как писать рефераты
Практические рекомендации по написанию студенческих рефератов.
! План реферата Краткий список разделов, отражающий структура и порядок работы над будующим рефератом.
! Введение реферата Вводная часть работы, в которой отражается цель и обозначается список задач.
! Заключение реферата В заключении подводятся итоги, описывается была ли достигнута поставленная цель, каковы результаты.
! Оформление рефератов Методические рекомендации по грамотному оформлению работы по ГОСТ.

Читайте также:
Виды рефератов Какими бывают рефераты по своему назначению и структуре.